οξεάντοχος

οξεάντοχος
και οξυάντοχος, -η, -ο
(βιολ.-ιατρ.) χαρακτηρισμός ομάδας βακτηρίων που, ύστερα από χρώση τους με φαινικούχα φουξίνη, ανθίστανται στον αποχρωματισμό τους με νιτρικό οξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξ(υ)-* + αντοχή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οξυάντοχος — η, ο (μικρβλ.) βλ. οξεάντοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξ(υ) * + αντοχή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”